- παραδεδομένος
- παραδίδωμιgiveperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίσυλος — αἴσυλος, ον (Α) απρεπής, ασεβής, κακός (αντίθ. τού αίσιμος*). [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Κατά τον Fraenkel, η λέξη συνδέεται με το επίθ. ἴσος: αἴσυλος= α(F)ίσσυλος < *α Fιδ σFος (=άνισος), οπότε αἴσυλος (ή ἀ(F)ίσσυλος, όπως τό διαβάζει ο… … Dictionary of Greek
μύθα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φωνή». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού μῦθος παραδεδομένος από τον Ησύχιο (πρβλ. μύθαρ)] … Dictionary of Greek
πολυφάρμακος — ον, Α 1. αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή βότανα 2. αυτός που γνωρίζει πολλά μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς δῶμα», Ομ. Οδ.) 3. (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει αφθονία θεραπευτικών ή δηλητηριωδών… … Dictionary of Greek
ροιδμός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ποιὸς ψόφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ., αν είναι ορθά παραδεδομένος, συνδέεται πιθ. με τη λ. ῥοῖζος*] … Dictionary of Greek
στασάνη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐγγύησις, ἐνέχυρον, ὑποθήκη». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. είναι ορθά παραδεδομένος, εντάσσεται στην οικογένεια τού ἵστημι* / στήσομαι] … Dictionary of Greek
φάρκες — Α (κατά τον Ησύχ.) «νεοσσοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι ο τ. είναι ορθά παραδεδομένος θα μπορούσε να συνδεθεί με τη λ. φρυγ ίλος* «είδος πτηνού» και να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζα *bher g «γαβγίζω, μουρμουρίζω,… … Dictionary of Greek